-
1 фаршированный
фаршированный παραγεμισμένος, παραγεμιστός; \фаршированный перец οι γεμιστές πιπεριές* * *παραγεμισμένος, παραγεμιστόςфарширо́ванный пе́рец — οι γεμιστές πιπεριές
См. также в других словарях:
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
γεμιστός — ή, ό αυτός που περιέχει γέμιση: Μαγείρεψα πιπεριές γεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπεριά — η 1. θάμνος του μαύρου πιπεριού. 2. το φυτό και ο καρπός του λαχανικού: Φάγαμε σήμερα πιπεριές γεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)